- σημαφόρος
- ο, Νψηλός πύργος ή ιστός, στην κορυφή τού οποίου εμφανίζονταν οπτικά σήματα με σημαίες, γεωμετρικά σχήματα ή φώτα για τη μετάδοση μυνημάτων σε μεγάλες αποστάσεις, στο παρελθόν, αλλά χρησιμοποιούμενος σήμερα κυρίως στη σιδηροδρομική και ναυτική σηματοδότηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα + -φόρος*. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. semaphore, και μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.